20 Αυγ 2014

Κείμενο - παρέμβαση του 'Μένουμε Θεσσαλονίκη' για το Φιλοξενείο Προσφύγων της Τούμπας


Για το ζήτημα του Φιλοξενείου Προσφύγων στην Τούμπα


Το ζήτημα που άνοιξε σχετικά με την προοπτική οργάνωσης Φιλοξενείου Πολιτικών Προσφύγων στον μεγάλο χώρο όπου αυτήν την στιγμή στεγάζονται οι Αποθήκες Ηλεκτρολογικού Υλικού του Δήμου, στην Τούμπα, δίνει την ευκαιρία για μια συνολική τοποθέτηση πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα, την στάση της δημοτικής αρχής, την θέση μέρους των κατοίκων που διαμένουν την γειτονιά, και στο τι θα μπορούσε να γίνει από εδώ και πέρα.

Πρώτον: Στοιχεία μιας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής

Κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο μιας συνολικής άποψης για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος στην χώρα μας ως Μένουμε Θεσσαλονίκη θεωρούμε αναγκαία την ύπαρξη δομών ενσωμάτωσης των προσφύγων και όσων μεταναστών επιθυμούν να συνδέσουν την μοίρα τους με την μοίρα αυτής της κοινωνίας, στην πόλη μας. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας συνολικότερης πολιτικής διαχείρισης του φαινομένου.

Η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα έχει ως εξής:

Αυτή την στιγμή η χώρα μας αποτελεί μια από τις κυριότερες πύλες εισόδου μιας κολοσσιαίας μετακίνησης πληθυσμών από την Κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική προς την Ευρώπη. Οι επεμβάσεις, και η συστηματική οικονομική αποικιοκρατία που άσκησε η Δυτική Ευρώπη και οι ΗΠΑ σε αυτές τις χώρες, που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν εκρηκτικό δημογραφικό πρόβλημα, έχουν ξεπατώσει ολοκληρωτικά τον κοινωνικό τους ιστό δημιουργώντας μαζικά ρεύματα πληθυσμιακών μετακινήσεων.
Σε απάντηση του προβλήματος, μέσω του «Δουβλίνο ΙΙ», η Ε.Ε. προσπαθεί να διαφύγουν από τις συνέπειες των ίδιων της των πράξεων, χρησιμοποιώντας την νοτιο-ανατολική Ευρώπη και κυρίως την χώρα μας ως κυματοθραύστη συγκράτησης αυτών των ρευμάτων.
Μεταβιβάζουν έτσι το κόστος της δικής τους πολιτικής, προκαλώντας μια κρίση, η οποία στα δικά μας δεδομένα καθίσταται εξόχως επικίνδυνη.
Γιατί, πολύ απλά, είμαστε μια κοινωνία σε βαθιά οικονομική, κοινωνική και εν τέλει πολιτιστική κρίση, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε μια άνευ προηγουμένου δημογραφική κάμψη, με την υπογεννητικότητα να καλπάζει την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζουμε μια μεγάλη έξοδο των νέων γενεών, και μάλιστα των πιο μορφωμένων κομματιών τους, από την χώρα. Πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, λόγω αυτών των παραγόντων ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 70.000. Μια πόλη του μεγέθους των Σερρών εξαφανίστηκε κατά την χρονιά που μας πέρασε. Την ίδια στιγμή, αναγκαζόμαστε να αντιμετωπίζουμε το 90% των μεταναστευτικών κυμάτων προς την Δύση.

Κι όλα αυτά ενώ βρισκόμαστε στην πιο αποσταθεροποιημένη περιοχή του πλανήτη, όπου η Δύση συνεχίζει την μεθόδευση της αποσταθεροποίησης, τροφοδοτώντας την επίταση επάλληλων γενοκτονιών, την ίδια στιγμή που αναδύονται νέοι ολοκληρωτισμοί. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, δηλαδή, μιλάμε για συνθήκες που απειλούν με οριστική εξάλειψη τα ιστορική πολιτιστική φυσιογνωμία όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου: Οι πληθυσμοί που απέμειναν στις κοιτίδες του ιστορικού χριστιανισμού σε Συρία και Ιράκ σφαγιάζονται και εξαναγκάζονται σε φυγή καθημερινά. Οι Παλαιστίνιοι δοκιμάζουν μια γενοκτονία. Οι σιίτες στο Ιράκ απειλούνται με εξανδραποδισμό. Και την ίδια στιγμή, οι πιο άκαμπτες και ακραίες συνιστώσες του σουνιτικού ισλάμ γνωρίζουν μια δημογραφική έκρηξη, που δημιουργεί τις συνθήκες γεωγραφικής μετατόπισής του προς τη Δύση.

Είτε το θέλουμε, είτε όχι αυτή είναι η περιβάλλουσα πραγματικότητα για την χώρα μας και αυτούς τους κινδύνους αντιμετωπίζουμε.

Είναι σαφές πως ο περιορισμός των ρευμάτων αυτών θα πάρει δεκαετίες – και πως μέχρι τότε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως χώρα, πόσο μάλλον ως κοινωνία και λαός που να διατηρεί κάποιες σοβαρές ελπίδες και προοπτικές απελευθέρωσης, αξιοπρέπειας και προκοπής θα πρέπει να τα διαχειριστούμε και να περιορίσουμε τις συνέπειες τους, για να μην μας συμπαρασύρουν στις δίνες της ολοκληρωτικής γεωπολιτικής απίσχανσης.

Οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, και οι άρχουσες τάξεις επέλεξαν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο με τίμημα να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα κίνδυνους ύπαρξης για τον ελληνισμό του 21ου αιώνα. Αρνήθηκαν οποιαδήποτε πολιτική διαχείρισης των μεταναστευτικών ρευμάτων, ευνόησαν το χάος και την απορρύθμιση, με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τα μεταναστευτικά ρεύματα για να υποκαταστήσουν την ντόπια εργατική τάξη, να ρίξουν τους μισθούς, να διαμορφώσουν συνθήκες οιωνεί δουλοκτησίας στην ελληνική κοινωνία — επιτυγχάνοντας έτσι το ψεύτικο «θαύμα» του εκσυγχρονισμού: Την είσοδό μας στην Ε.Ε. (που την πληρώνουμε σήμερα με αίμα), την ψευδομεγάλη ιδέα της Ολυμπιάδας, τα «μεγάλα έργα» που πλούτισαν τους μεγαλοεργολάβους κ.ο.κ.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, μια παρέμβαση που θα υπεράσπιζε τα συμφέροντα της κοινωνίας και την επιβίωση της χώρας μας, και σε μεγάλο βαθμό των ανθρώπων που καταφθάνουν στην χώρα μας, θα έκανε ακριβώς τα αντίθετα: Θα μεριμνούσε, και θα επέβαλε, την προώθηση μέρους των ρευμάτων στην Δύση. Θα δημιουργούσε μηχανισμούς ένταξης και ενσωμάτωσης όσων ανθρώπων επιθυμούσαν πραγματικά να αποτελέσουν μέρος αυτής της κοινωνίας, του λαού, του πολιτισμού μας. Και θα επαναπροωθούσε στις εστίες τους ένα άλλο κομμάτι, που δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο, με ανθρωπιστικούς όρους και πρωτοβουλίες για μια διεθνή αναπτυξιακή βοήθεια που θα τους επιτρέψει να παραμείνουν στις εστίες τους.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Από την ιστορική εμπειρία του μεταναστευτικού ζητήματος, που εξελίσσεται εδώ και… δύο αιώνες σε ολόκληρο τον πλανήτη, έχει καταστεί σαφές πως δεν λογίζεται ενσωμάτωση και ένταξη δίχως έλεγχο των μεταναστευτικών ροών.

Διότι κάθε κοινωνία έχει συγκεκριμένες δυνατότητες απορρόφησης, και στην περίπτωση που αυτές ξεπεραστούν, τότε δημιουργείται το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: Διάλυση της κοινωνικής συνοχής, γκέτο, φατριασμός, συγκρούσεις μεταξύ εθνοτικών ομάδων, ρατσισμός[1] κ.ο.κ.

Δεν είναι τυχαίο ως προς αυτό, πως οι χώρες που προβάλλονται για την πιο φιλελεύθερη νομοθεσία σχετικά με την μετανάστευση (Η Νορβηγία της δεκαετίας του 1990 και ο Καναδάς) διατηρούσαν πολύ αυστηρούς όρους ώστε να επιτρέψουν την είσοδο στις χώρες τους (μέχρι και… εξετάσεις προέβλεπαν). Και πρόκειται για κοινωνίες δυτικές, μητροπολιτικές, εύρωστες και ευημερεύουσες που συνορεύουν με… μπακαλιάρους και πολικές αρκούδες – και όχι για μια χώρα κατεστραμμένη, σε ανθρωπιστική κρίση, πτωχευμένη, που διάγει συνθήκες «αποικίας χρέους», και βρίσκεται στους εξωτερικούς δακτύλιους της πιο αποσταθεροποιημένης περιοχής του πλανήτη.

Άρα, δεν λογίζεται ένταξη και ενσωμάτωση δίχως έλεγχο και σχετικό περιορισμό των μεταναστευτικών ροών. Ειδάλλως, όλη η Ελλάδα θα γίνει Άγιος Παντελεήμονας και Μανωλάδα.
Από την άλλη, δεν γίνεται να αρνηθεί κανείς τους θεσμούς της ένταξης και της ενσωμάτωσης γιατί απλούστατα τα μεταναστευτικά ρεύματα δεν αντιστρέφονται άμεσα, απλώς περιορίζονται. Άρα το δίλημμα που τίθεται για όσους εναντιώνονται σε κάθε προσπάθεια ένταξης και ενσωμάτωσης μέρους των μεταναστευτικών ρευμάτων είναι το εξής: Γκέττο, αποκλεισμός, εγκληματικότητα, άνθιση της παρα-οικονομίας και των άλλων μορφών ακραίας εκμετάλλευσης και διάλυσης της κοινωνικής συνοχής ή μηχανισμοί ένταξης και ενσωμάτωσης;
Επί του συγκεκριμένου…

Επομένως, οι μηχανισμοί ένταξης και ενσωμάτωσης προσφύγων και μεταναστών είναι αναπόσπαστο κομμάτι κάθε συνετής μεταναστευτικής πολιτικής.

Η ελληνική κοινωνία πρέπει να πειστεί για την αναγκαιότητα ύπαρξης θεσμών και δομών ένταξης μεταναστών. Διότι δίχως την συναίνεσή της, το έργο τους υπονομεύεται καίρια και αποφασιστικά. Απαιτείται δηλαδή ένας πολιτικός και ιδεολογικός αγώνας για να πείσει την κοινωνία ότι οι θεσμοί ένταξης/ ενσωμάτωσης είναι προς το συμφέρον της – πόσο μάλλον όταν ζούμε σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, και ανθρωπιστικής κρίσης, όπου θεριεύουν φαινόμενα «κοινωνικού αυτοματισμού», φοβικά σύνδρομα, και συνθήκες «πολέμου μεταξύ των φτωχών».

Η δημοτική αρχή έπραξε ακριβώς το αντίθετο και χειρίστηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο το ζήτημα, και φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την εκτροπή της αντιπαράθεσης με μερίδα των κατοίκων. Ρόλος της ήταν να πετύχει την συναίνεση που θα εξασφάλιζε τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα της δομής, ενώ αυτή, και ιδιαίτερα ο δήμαρχος, κινήθηκε με υπέρμετρη εξουσιαστική αλαζονεία, εξαπάτησε τους κατοίκους, και εν τέλει τους στιγμάτισε («είστε ρατσιστές»). Το μόνο που πέτυχε είναι να προκαλέσει στην σκλήρυνση της στάσης τους, συμβάλλοντας έτσι στην δημιουργία κλίματος ευνοϊκού για την εκμετάλλευση του ζητήματος από την Χρυσή Αυγή, που προσπαθεί να διεισδύσει στην περιοχή.

Συμμετοχή= Αποτελεσματικότητα, εμπιστοσύνη

Οι δομές αλληλεγγύης, ένταξης και ενσωμάτωσης δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποκλειστικά σε καθεστώς «ψυχρής» διαχείρισης από τους επαγγελματίες της πρόνοιας (ΜΚΟ).

Και αυτό το λέμε σεβόμενοι πλήρως τον κόπο και το έργο των εργαζόμενων σε αυτές, ωστόσο, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα αυτιά στην ολοένα και πιο εμπεριστατωμένη κριτική (και πολύ συχνά ειλικρινή αυτοκριτική ανθρώπων που προέρχονται από αυτόν τον χώρο) ότι κάπου στην διαδικασία ο σκοπός χάνεται, ή καλύτερα εργαλειοποιείται στον φαύλο κύκλο της αναζήτησης/εκταμίευσης ευρωπαϊκών και όποιων άλλων προγραμμάτων.

Ο Δήμος θα έπρεπε να μεριμνήσει για την δημιουργία συμμετοχικών εποπτικών οργάνων με ρόλο να επιβλέπουν την πορεία της ένταξης / ενσωμάτωσης των μεταναστών. Με την συμμετοχή, βεβαίως, οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού φορέα ή ακόμα και ατόμων που έχουν τη γνώση και τη διάθεση να συνεισφέρουν. Η συμμετοχή είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο όπου επιτυγχάνεται συναίνεση στην πράξη –στο κάτω-κάτω, αν κάποιοι διατηρούν επιφυλάξεις ή φόβους μήπως η ύπαρξη του φιλοξενείου «υποβαθμίσει» την γειτονιά, θα έπρεπε να συμμετάσχουν ώστε να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.

Και κάτι τελευταίο: Τι συμβαίνει με την εκχώρηση της κοινωνικής πολιτικής στα προγράμματα ΕΣΠΑ

Πάγια τακτική του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που εφαρμόζει εδώ και τριάντα χρόνια σε κάθε γωνιά του πλανήτη όταν εξαθλιώνει χώρες τσακίζοντας το κοινωνικό τους κράτος, είναι να υποκαθιστά το τελευταίο με περιορισμένες δομές στοχευμένης «πρόνοιας». Η τακτική αποτελεί έναν εκσυγχρονισμό της φιλοσοφίας των αγλλικών «νόμων κατά της φτώχειας» του 19ου αιώνα: Δηλαδή ουσιαστικά μορφές στοχευμένης «φιλανθρωπίας» των φορέων που αποσκοπούν να συντηρήσουν ακραία εξαθλιωμένες / αποκλεισμένες ομάδες στο όριο της επιβίωσης, μέσα σ’ έναν ωκεανό φτώχειας και ανέχειας. Η δημιουργία συνθηκών για έναν «πόλεμο μεταξύ των φτωχών» και την διαίρεση της επτωχευμένων σε επωφελούμενους και μη επωφελούμενους δεν είναι παρά μόνο η επιφανειακή συνέπεια αυτής της πρακτικής.

Η εγκατάλειψη της κοινωνικής πολιτικής από την πλευρά του κράτους και η μεταβίβασή της σε επιλεκτικά προγράμματα ΕΣΠΑ, καταργεί de facto την αρχή της ισότιμης πρόσβασης όλων των πολιτών στα κοινωνικά αγαθά. Υποκαθιστά την εκπαιδευτική πολιτική, την μεταναστευτική πολιτική, την περίθαλψη, την καταπολέμηση της ανεργίας και του αποκλεισμού με ψίχουλα πρόνοιας εν είδει «φιλανθρωπίας», που μεταβιβάζονται σε στοχευμένες μειοψηφίες – κι όλα αυτά σε συνθήκες όπου τα 2/3 της κοινωνίας μας δοκιμάζονται από μια τραγική υποβάθμιση των όρων διαβίωσης. Επί της ουσίας, όμως, αυτό που διακυβεύεται είναι η εξουδετέρωση κάθε δυνατότητας άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων εντός της κοινωνίας μας, και υποκατάστασής του από μια λογική συντήρησης των πιο εξαθλιωμένων ομάδων στα όρια της επιβίωσης: Βέβαια, κάπως έτσι, έμμεσα, υπονομεύεται η ισότιμη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά.

Ενδεικτικό παράδειγμα, ό,τι συμβαίνει με την ανεπάρκεια του ΕΣΠΑ να ικανοποιήσει τις ανάγκες των δημοτικών νηπιαγωγείων, γεγονός που σύμφωνα με τον Σίμο Δανιηλίδη, πρόεδρο της επιτροπής κοινωνικής πολιτικής της ΚΕΔΚΕ, απειλεί να αφήσει εκτός νηπιαγωγείων πάνω από 30.000-40.000 παιδιά.

Η δημοτική διοίκηση της πόλης πρέπει να αναγνωρίσει αυτήν την πραγματικότητα, και να υιοθετήσει μια αντισταθμιστική πολιτική που να αίρει όσο το δυνατόν τις διακρίσεις μεταξύ «επωφελούμενων» και «επωφελούμενων». Επί του προκειμένου, το ακίνητο του Δήμου είναι τεράστιο, και η πρόταση για την οργάνωση του Φιλοξενείου θα έπρεπε να συνδυαστεί με την εγκαθίδρυση και άλλων δομών αλληλεγγύης και πολιτισμού στον ίδιο χώρο ικανοποιώντας έτσι και τα αιτήματα των κατοίκων.

***

Στ’ αλήθεια, όμως, πως να υλοποιηθούν όλα αυτά σήμερα, ή έστω να βρει μια άλλη άποψη απήχηση, όταν ο ίδιος ο δήμαρχος της πόλης έχει δημιουργήσει τέτοιο κλίμα αντιπαλότητας με τους κατοίκους; Αν τα κατάφερε τόσο «καλά» σε αυτήν την μικρή υπόθεση, φανταζόμαστε τι έχουμε να δούμε αν αποφασίσει να ασχοληθεί συνολικά με αυτό το ζήτημα στην Θεσσαλονίκη. Αυτός που θα κερδίσει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν θα είναι ούτε οι κάτοικοι, ούτε οι πρόσφυγες – παρά μόνον η Χρυσή Αυγή.

Εν πάσει περιπτώσει δεν καταλαβαίνουμε για ποιόν λόγο ένας δήμαρχος που εξελέγη δύο φορές σε κλίμα ολοκληρωτικής παρακμής της δημοκρατίας και της κοινωνίας, με ποσοστά αποχής που ξεπερνούν το 40%, έχοντας να διαχειριστεί ένα Δήμο στο πλαίσιο των Καλλικράτη Ι&ΙΙ που τσακίζει κάθε έννοια αυτοδιοίκησης, και ενώ προωθήθηκε τόσο πολύ από το Σύστημα, τα ΜΜΕ, την κυβέρνηση και τους ολιγάρχες, να είναι τόσο πολύ υπερήφανος για το κατόρθωμά του.

Η κοινωνική συνοχή της πόλης μας είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να ανέχεται ναπολεοντισμούς…

«Μἐνουμε Θεσσαλονίκη»

Σημειώσεις:

[1] Και σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό έγινε στην ελληνική κοινωνία κατά τα τελευταία 15 χρόνια – κι έτσι ερμηνεύεται και η άνοδος της Χρυσής Αυγής. Η οποία πλειοδοτεί πάνω στο ζήτημα διαπράττοντας μια απάτη μεγάλου βεληνεκούς: Δεν είναι οι μετανάστες το πρόβλημα, αλλά οι συνθήκες της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης που προκάλεσαν οι άρχουσες τάξεις για να διευρύνουν τα κέρδη τους. Θέτοντας στο στόχαστρο τον μετανάστη και όχι αυτούς που επέβαλαν την απουσία οποιασδήποτε μεταναστευτικής πολιτικής, και άρα τον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα της, υποκρύπτουν τους πραγματικούς υπαίτιους του φαινομένου, δηλαδή τις άρχουσες τάξεις. Συμβάλουν έτσι στην εφεύρεση ενός πολύ βολικού ‘εσωτερικού εχθρού’ που θα εκτονώσει την λαϊκή δυσαρέσκεια σ’ ένα «πόλεμο μεταξύ των απελπισμένων». Μετά από την αποκάλυψη των πολύ στενών σχέσεων της Χρυσής Αυγής με εφοπλιστές, νονούς, και άλλους ολιγάρχες τα κίνητρα αυτής της εξαπάτησης γίνονται προφανέστατα.

δείτε και: Το «μεγάλο ντήλ» του Γιάννη Μπουτάρη

 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη